ὄλοκες

ὄλοκες
ὄλοκες· αὔλακες, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όλοκες — ὄλοκες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αὔλακες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. που θεωρείται αμφίβολο αν πρέπει να συνδεθεί με τον δωρ. τ. ὦλαξ (βλ. λ. αύλακας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”